Σύρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σύρος | ||
γενική | της | Σύρου | ||
αιτιατική | τη | Σύρο | ||
κλητική | Σύρε (Σύρο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σύρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σῦρος (το νησί)
- Σύρος < αρχαία ελληνική Σύρος (το εθνικό όνομα) < ακκαδική 𒀭𒊬 (Aššur)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣύρος και Σύρα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σύρος | οι | Σύροι |
γενική | του | Σύρου | των | Σύρων |
αιτιατική | τον | Σύρο | τους | Σύρους |
κλητική | Σύρε | Σύροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σύρος αρσενικό, Σύρη, Σύρια θηλυκό
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Συρία ή κατοικεί εκεί
- (ως επίθετο) σύρος
- ※ Υπέρ του Λιβάνου συνηγόρησαν ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Ασαντ, ο πρωθυπουργός της Ιορδανίας Σαμίρ Ριφάι και ο Αιγύπτιος υπουργός Εξωτερικών (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 4 Αυγ. 2010)
- (ως επίθετο) σύρος