Σύριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σύριος | οι | Σύριοι |
γενική | του | Σύριου & Συρίου |
των | Σύριων & Συρίων |
αιτιατική | τον | Σύριο | τους | Σύριους & Συρίους |
κλητική | Σύριε | Σύριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΣύριος < Σύρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐ρι‐ος
- ομόηχο: Σείριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΣύριος αρσενικό (θηλυκό: Σύρια)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του νησιού Σύρος
- ※ Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι τότε Σύριοι, στην αυλή του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννη, συνεδρίαζαν και έκαναν εκλογές Προεστών και Επιτρόπων.
- www.syrostoday.gr «Η Σύρος», syrostoday.gr· πρόσβαση: 2023-08-27.
- ≈ συνώνυμα: Συριανός
- ※ Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι τότε Σύριοι, στην αυλή του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννη, συνεδρίαζαν και έκαναν εκλογές Προεστών και Επιτρόπων.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Σύριος
|