Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σύριος οι Σύριοι
      γενική του Σύριου
Συρίου
των Σύριων
Συρίων
    αιτιατική τον Σύριο τους Σύριους
Συρίους
     κλητική Σύριε Σύριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σύριος < Σύρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σύ‐ρι‐ος
ομόηχο: Σείριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Σύριος αρσενικό (θηλυκό: Σύρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία