Σουαβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σουαβία | οι | Σουαβίες |
γενική | της | Σουαβίας | των | Σουαβιών |
αιτιατική | τη | Σουαβία | τις | Σουαβίες |
κλητική | Σουαβία | Σουαβίες | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σουαβία < (άμεσο δάνειο) λατινική Suabia < πρωτογερμανική *swēbaz
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /su.aˈvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σου‐α‐βί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣουαβία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σουαβία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σουαβία
|