Σαμαρίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.maˈri.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐μα‐ρί‐να
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σαμαρίνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Παλαιοσαμαρίνα
- Σαμαρινιώτης / Σαμαριναίος
- σαμαρινιώτικος
- Σαμαρινιώτισσα / Σαμαριναία
- → δείτε τη λέξη Μαρία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Σαμαρίνα < γενική ενικού του αρσενικού Σαμαρίνας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σαμαρίνα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ «δηλώνει τον τόπο όπου είναι ιδρυμένη η εκκλησία της Αγίας Μαρίας, δηλαδή της Παρθένου Μαρίας.» (Συμεωνίδης Χαράλαμπος, (2010). Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι 1-2. Λευκωσία-Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, ISBN 978-960-92762-0-7., σελ. 1239, λήμμα: Σαμαρίνα)