Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.maˈri.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐μα‐ρί‐να

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σαμαρίνα
      γενική της Σαμαρίνας
    αιτιατική τη Σαμαρίνα
     κλητική Σαμαρίνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σαμαρίνα < αρωμουνική Sãmãrina < stã- Mãrina[1] < Mãria + -ina < sãmtu (άγιος, ιερός < λατινική sanctus) + νέα ελληνικά Μαρία (< ελληνιστική κοινή Μαρία < Μαριάμ < εβραϊκή מרים (Miryām))

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαμαρίνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Σαμαρίνα < γενική ενικού του αρσενικού Σαμαρίνας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαμαρίνα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Σαμαρίνα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «δηλώνει τον τόπο όπου είναι ιδρυμένη η εκκλησία της Αγίας Μαρίας, δηλαδή της Παρθένου Μα­ρίας.» (Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, εκδ. Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 1239, λήμμα Σαμαρίνα)