Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαριάμ < αραμαϊκή מרים (Maryām), συγγενική με την αρχαία εβραϊκή מרים (Miryām)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαριάμ θηλυκό άκλιτο

  1. ((ελληνιστική κοινή)) Μαρία, το κατά κόσμο όνομα της Θεοτόκου, κόρης του Ιωακείμ και της Άννας.
    Τοῦτο δὲ ἰδόντες καὶ παθόντες, ὃ λόγου καὶ ἐννοίας καὶ ἐλπίδος μεῖζον ἔργον ἦν, ἐνθουσιῶντές τε ἄνδρες ὁμοῦ καὶ γυναῖκες, εἷς γενόμενοι χορός, τοὺς εὐχαριστηρίους ὕμνους εἰς τὸν σωτῆρα θεὸν ᾖδον, ἐξάρχοντος τοῖς μὲν ἀνδράσι Μωυσέως τοῦ προφήτου, ταῖς δὲ γυναιξὶ Μαριὰμ τῆς προφήτιδος. (Φίλων Ιουδαίος, Περὶ βίου θεωρητικοῦ, 11, 87, 1 - 88, 1)