מרים
Αραμαϊκά (arc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- מרים < αρχαία αιγυπτιακή mrh- (=δυνατός, γόνιμος, εύφορος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαמרים (Maryām) θηλυκό
Εβραϊκά (he)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαמרים (he) (Miryām) θηλυκό
מרים (Maryām) θηλυκό
מרים (he) (Miryām) θηλυκό