Παλαιοσαμαρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παλαιοσαμαρίνα | ||
γενική | της | Παλαιοσαμαρίνας | ||
αιτιατική | την | Παλαιοσαμαρίνα | ||
κλητική | Παλαιοσαμαρίνα | |||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παλαιοσαμαρίνα < παλαιο- + Σαμαρίνα < αρωμουνική Sãmãrina < stã- Mãrina[1] < Mãria + -ina < sãmtu (άγιος, ιερός < λατινική sanctus) + νέα ελληνικά Μαρία (< ελληνιστική κοινή Μαρία < Μαριάμ < εβραϊκή מרים (Miryām))
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.le.o.sa.maˈri.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐σα‐μα‐ρί‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παλαιοσαμαρίνα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Παλαιοσαμαρίνα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «δηλώνει τον τόπο όπου είναι ιδρυμένη η εκκλησία της Αγίας Μαρίας, δηλαδή της Παρθένου Μαρίας.» (Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, εκδ. Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 1239, λήμμα Σαμαρίνα)