Σάσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σάσα | οι | Σάσες |
γενική | της | Σάσας | — | |
αιτιατική | τη | Σάσα | τις | Σάσες |
κλητική | Σάσα | Σάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Σάσα < χαϊδευτικό του Αναστασία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάσα θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Σάσα < (μεταγραφή) ρωσική Саша (και από άλλες σλαβικές ή μη γλώσσες), χαϊδευτικό των Александр (Αλέξανδρος) και Александра (Αλεξάνδρα)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάσα αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Σασά (γαλλικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Σάσα (ξενικό όνομα)