Σούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Σούρα < γενική ενικού του αρσενικού Σούρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣούρα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Σούρα < (μεταγραφή) ρωσική Шура χαϊδευτικό του Александр (Αλέξανδρος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣούρα αρσενικό, άκλιτο