Δείτε επίσης: Σκούρας, σούρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σούρας οι Σούρες
      γενική του Σούρα
    αιτιατική τον Σούρα τους Σούρες
     κλητική Σούρα Σούρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σούρας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σούρας αρσενικό (θηλυκό Σούρα)

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σούρας < (άμεσο δάνειο) λατινική Sura (ρωμαϊκό όνομα· → δείτε και τη λέξη sura, που σημαίνει γάμπα)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σούρας αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία