Δείτε επίσης: Σκούρας, σούρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σούρας οι Σούρες
      γενική του Σούρα
    αιτιατική τον Σούρα τους Σούρες
     κλητική Σούρα Σούρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σούρας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σούρας αρσενικό (θηλυκό Σούρα)

Μεταγραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σούρας < (άμεσο δάνειο) λατινική Sura (ρωμαϊκό όνομα· → δείτε και τη λέξη sura, που σημαίνει γάμπα)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σούρας αρσενικό