Δείτε επίσης: Σάσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σασά < (άμεσο δάνειο) γαλλική Sacha < ρωσική Саша (Σάσα) ή από άλλες, σλαβικές κυρίως, γλώσσες

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σασά αρσενικό και ενίοτε θηλυκό, άκλιτο