Κριεζιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.eˈzʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρι‐ε‐ζιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κριεζιώτης αρσενικό (θηλυκό Κριεζιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Κριεζά ή κατοικεί εκεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Κριεζά
- Κριεζιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κριεζιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κριεζιώτης | οι | Κριεζιώτηδες |
γενική | του | Κριεζιώτη* | των | Κριεζιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κριεζιώτη | τους | Κριεζιώτηδες |
κλητική | Κριεζιώτη | Κριεζιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κριεζιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κριεζιώτης < πατριδωνυμικό Κριεζιώτης, αλλά και ως παρωνύμιο από την αρβανίτικη/αλβανική kryezot (άρχοντας, κυρίαρχος, πρίγκιπας της φεουδαρχικής εποχής)[1] + -ης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κριεζιώτης αρσενικό (θηλυκό Κριεζιώτη ή Κριεζιώτου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πρβ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 26, 77.