Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κριεζά
      γενική των Κριεζών
    αιτιατική τα Κριεζά
     κλητική Κριεζά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κριεζά < αρβανίτικη krieza (κεφαλάκι)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.eˈza/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρι‐ε‐ζά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κριεζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Παπακωνσταντίνου, Λέων (1971). Η Ευβοϊκή Μεσσαπία. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 54.