Καρυές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Καρυές | ||
γενική | των | Καρυών | ||
αιτιατική | τις | Καρυές | ||
κλητική | Καρυές | |||
Οι καταλήξεις δεν προφέρονται με συνίζηση όπως σε άλλα θηλυκά σε -ιά. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καρυές < (καθαρεύουσα) αἱ Καρυαί < αρχαία ελληνική Καρύαι < καρύα / κάρυον → δείτε και τη λέξη καρυά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾiˈes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρυ‐ές
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρυές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- η πρωτεύουσα του Αγίου Όρους
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη καρύδι και την αρχαία κάρυον