Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾˈʝo.tis/ & /ka.ɾiˈo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρυ‐ώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρυώτης οι Καρυώτες
      γενική του Καρυώτη των Καρυωτών
    αιτιατική τον Καρυώτη τους Καρυώτες
     κλητική Καρυώτη Καρυώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρυώτης < Καρυ(ά) ή Καρυ(ές) + -ώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρυώτης αρσενικό (θηλυκό Καρυώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρυώτης οι Καρυώτηδες
      γενική του Καρυώτη* των Καρυώτηδων
    αιτιατική τον Καρυώτη τους Καρυώτηδες
     κλητική Καρυώτη Καρυώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Καρυώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρυώτης < πατριδωνυμικό Καρυώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρυώτης αρσενικό (θηλυκό Καρυώτη ή Καρυώτου)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία