Καρυωτάκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καρυωτάκης < από το πατριδωνυμικό Καρυώτ(ης) + -άκης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.ʝoˈta.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρυω‐τά‐κης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρυωτάκης αρσενικό (θηλυκό Καρυωτάκη)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κώστας Καρυωτάκης στη Βικιπαίδεια (1896-1928), Έλληνας ποιητής και πεζογράφος