Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιεζεκιήλ < αρχαία ελληνική Εζεκιήλ < λατινική Ezechiel < εβραϊκή יחזקאל (Y'khizqel)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιεζεκιήλ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (θρησκεία) εικοστό έκτο βιβλίο της Βίβλου, που αποτελείται από σαράντα οκτώ κεφάλαια.

  Μεταφράσεις επεξεργασία