Ελαφίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελαφίδης | οι | Ελαφίδες |
γενική | του | Ελαφίδη | των | Ελαφιδών |
αιτιατική | τον | Ελαφίδη | τους | Ελαφίδες |
κλητική | Ελαφίδη | Ελαφίδες | ||
Ως όρος της τάξης, στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ελαφίδες < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική Cervidae, (καθαρεύουσα) Ἐλαφίδαι < αρχαία ελληνική ἔλαφ(ος) + -ίδης στον πληθυντικό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλαφίδες αρσενικό στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - τάξη: μηρυκαστικών θηλαστικών, όπως το ελάφι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Cervidae στο species.wikimedia.org
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .