Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροδυναμικός η υδροδυναμική το υδροδυναμικό
      γενική του υδροδυναμικού της υδροδυναμικής του υδροδυναμικού
    αιτιατική τον υδροδυναμικό την υδροδυναμική το υδροδυναμικό
     κλητική υδροδυναμικέ υδροδυναμική υδροδυναμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροδυναμικοί οι υδροδυναμικές τα υδροδυναμικά
      γενική των υδροδυναμικών των υδροδυναμικών των υδροδυναμικών
    αιτιατική τους υδροδυναμικούς τις υδροδυναμικές τα υδροδυναμικά
     κλητική υδροδυναμικοί υδροδυναμικές υδροδυναμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροδυναμικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υδροδυναμικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την κίνηση των υγρών
  2. (κατ’ επέκταση) σχετικός με την κίνηση των αερίων
  3. εκπονημένος ώστε να ελαττώσει την αντίσταση του νερού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία