κοντάκιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοντάκιον (μικρό κοντάρι), υποκοριστικό του κόνταξ < αρχαία ελληνική κοντός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντάκιον ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική, χριστιανισμός, λογοτεχνία) κοντάκιο, είδος εκκλησιαστικού ύμνου
- ειλητάριο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κοντάκιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κοντάκιον | τὰ | κοντάκιᾰ |
γενική | τοῦ | κοντακίου | τῶν | κοντακίων |
δοτική | τῷ | κοντακίῳ | τοῖς | κοντακίοις |
αιτιατική | τὸ | κοντάκιον | τὰ | κοντάκιᾰ |
κλητική ὦ! | κοντάκιον | κοντάκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοντακίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοντακίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντάκιον < κόνταξ, κοντακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον < αρχαία ελληνική κοντός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντάκιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (κυριολεκτικά) μικρό κοντάρι, κοντάκι
- δοκίμιο (καθώς ο πάπυρος τυλιγόταν γύρο από ένα μικρό κοντάρι)
Πηγές επεξεργασία
- κοντάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- κοντάκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας