ειλητάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ειλητάριο | τα | ειλητάρια |
γενική | του | ειλητάριου & ειληταρίου |
των | ειλητάριων & ειληταρίων |
αιτιατική | το | ειλητάριο | τα | ειλητάρια |
κλητική | ειλητάριο | ειλητάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ειλητάριο < μεσαιωνική ελληνική εἰλητάριον, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) εἰλητός < αρχαία ελληνική εἰλέω < εἴλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειλητάριο ουδέτερο
- είδος βιβλίου από διάφορα υλικά (περγαμηνή, πάπυρο, χαρτί), τυλιγμένο γύρω από έναν άξονα. Διαβάζεται σε κάθετη ή (σπανιότερα) οριζόντια διάταξη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Το ιωνικό κιονόκρανο επηρεάστηκε από τη μορφή του ειληταρίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειλητάριο
|