Δείτε επίσης: ειλητός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εἰλητός εἰλητή τὸ εἰλητόν
      γενική τοῦ εἰλητοῦ τῆς εἰλητῆς τοῦ εἰλητοῦ
      δοτική τῷ εἰλητ τῇ εἰλητ τῷ εἰλητ
    αιτιατική τὸν εἰλητόν τὴν εἰλητήν τὸ εἰλητόν
     κλητική ! εἰλητέ εἰλητή εἰλητόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εἰλητοί αἱ εἰληταί τὰ εἰλητᾰ́
      γενική τῶν εἰλητῶν τῶν εἰλητῶν τῶν εἰλητῶν
      δοτική τοῖς εἰλητοῖς ταῖς εἰληταῖς τοῖς εἰλητοῖς
    αιτιατική τοὺς εἰλητούς τὰς εἰλητᾱ́ς τὰ εἰλητᾰ́
     κλητική ! εἰλητοί εἰληταί εἰλητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰλητώ τὼ εἰλητᾱ́ τὼ εἰλητώ
      γεν-δοτ τοῖν εἰλητοῖν τοῖν εἰληταῖν τοῖν εἰλητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰλητός < αρχαία ελληνική εἰλέω < εἴλω

  Επίθετο

επεξεργασία

εἰλητός, -ή, -όν

Άλλες μορφές

επεξεργασία