Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλάμη οι θαλάμες
      γενική της θαλάμης των θαλαμών
    αιτιατική τη θαλάμη τις θαλάμες
     κλητική θαλάμη θαλάμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλάμη < αρχαία ελληνική θαλάμη (σήμαινε σπηλιά, κοιλιά, φωλιά, κοίτη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλάμη θηλυκό

  1. φωλιά υδρόβιων ζώων
    ταυτόσημα: θαλάμι
  2. τμήμα της κάννης του όπλου, όπου τοποθετείται το βλήμα
  3. (ανατομία) κοιλότητα, κοίλωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλάμη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλάμη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία