Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δραπετσώνα οι Δραπετσώνες
      γενική της Δραπετσώνας των Δραπετσώνων
    αιτιατική τη Δραπετσώνα τις Δραπετσώνες
     κλητική Δραπετσώνα Δραπετσώνες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δραπετσώνα < άγνωστης ετυμολογίας πιθανόν Ντράπε Τσώνα < αρβανίτικη drape (ρέμα) και επώνυμο Τσώνης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾa.peˈt͡so.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρα‐πε‐τσώ‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Η θέση της Δραπετσώνας στην Αττική

Δραπετσώνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)