δραπετσωνίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραπετσωνίτικος < Δραπετσωνίτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾa.pe.t͡soˈni.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρα‐πε‐τσω‐νί‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
δραπετσωνίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Δραπετσώνα ή τους κατοίκους της
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραπετσωνίτικος
|