Δραπετσωνίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δραπετσωνίτισσα < Δραπετσωνίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾa.pe.t͡soˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρα‐πε‐τσω‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δραπετσωνίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Δραπετσωνίτης
- ※ Γλυκιά Δραπετσωνίτισσα, / πολλές φορές ξενύχτησα, / γι’ αυτό τ’ αφράτο σου κορμί. / Θα πίνω ούζο μπόλικο, / θα κάνω και τον ζόρικο, / για σε κουκλίτσα μου μικρή. (Στη Δραπετσώνα, στίχοι/μουσική: Παναγιώτης Τούντας, πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Περπινιάδης, 1934)
Συγγενικά επεξεργασία
- δραπετσωνίτικος
- → και δείτε τη λέξη Δραπετσώνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δραπετσωνίτης
Δραπετσωνίτισσα
|