Δανιμαρκία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δανιμαρκία | οι | Δανιμαρκίες |
γενική | της | Δανιμαρκίας | των | Δανιμαρκιών |
αιτιατική | τη | Δανιμαρκία | τις | Δανιμαρκίες |
κλητική | Δανιμαρκία | Δανιμαρκίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δανιμαρκία < δανική Danmark < παλαιά νορβηγική Danmǫrk < Danir (< πρωτογερμανική *daniz: Δανός) + mǫrk (χώρα των συνόρων) (< πρωτογερμανική *markō: σύνορο, περιοχή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *marǵ: άκρη, σύνορο)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔανιμαρκία θηλυκό
- (παρωχημένο) (λόγιο) η Δανία
Εκφράσεις
επεξεργασία- ※ κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας (< αγγλική something is rotten in the state of Danmark: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ) κάτι περίεργο ή νοσηρό κρύβεται σε μια κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δανιμαρκία
|