Δέσπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δέσπω | οι | Δέσπες |
γενική | της | Δέσπως | των | Δέσπων |
αιτιατική | τη | Δέσπω | τις | Δέσπες |
κλητική | Δέσπω | Δέσπες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δέσπω < Δέσποινα, Δεσπ- + -ω < δεσπόζω → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðe.spo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δέ‐σπω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔέσπω θηλυκό
- γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό της Δέσποινας
- ※ [δημοτικό] «Της Δέσπως», 1η στροφή - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive, σελ.12@anemi
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν
μήνα σε γάμο ρήχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρήχνονται, ουδέ σε χαροκόπι
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια- ΣτΕ: μεταγραφή σε μονοτονικό σύστημα. - ρήχνονται[αλλού: ρίχνουνται] νύφαις[αλλού: νύφες]
- ※ [δημοτικό] «Της Δέσπως», 1η στροφή - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive, σελ.12@anemi
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δεσπόζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δέσπω
|