Γερβάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γερβάσιος | οι | Γερβάσιοι |
γενική | του | Γερβάσιου & Γερβασίου |
των | Γερβάσιων & Γερβασίων |
αιτιατική | τον | Γερβάσιο | τους | Γερβάσιους & Γερβασίους |
κλητική | Γερβάσιε | Γερβάσιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερβάσιος < υστερολατινική Gervăsĭus < παλαιά άνω γερμανική gēr (δόρυ) < δυτική πρωτογερμανική *gaiʀ < πρωτογερμανική *gaizaz (δόρυ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰoysós (μυτερό ραβδί, δόρυ) + λατινική vassus (υπηρέτης) < γαλατική *wassos (νεαρός άνδρας, ακόλουθος) < πρωτοκελτική *wastos (υπηρέτης)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερβάσιος αρσενικό