Γεράνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Γεράνεια | ||
γενική | των | Γερανείων | ||
αιτιατική | τα | Γεράνεια | ||
κλητική | Γεράνεια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γεράνεια < αρχαία ελληνική Γεράνεια < γεράνειος < γέρανος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈɾa.ni.a/ (συγκρίνετε με το γεράνια)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρά‐νει‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓεράνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Γεράνειᾰ | αἱ | Γεράνειαι |
γενική | τῆς | Γερανείᾱς | τῶν | Γερανειῶν |
δοτική | τῇ | Γερανείᾳ | ταῖς | Γερανείαις |
αιτιατική | τὴν | Γεράνειᾰν | τὰς | Γερανείᾱς |
κλητική ὦ! | Γεράνειᾰ | Γεράνειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γερανείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Γερανείαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΓεράνεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Γεράνεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.