Γερανεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Γερανεύς | οἱ | Γερανεῖς - Γερανῆς* |
γενική | τοῦ | Γερανέως | τῶν | Γερανέων |
δοτική | τῷ | Γερανεῖ | τοῖς | Γερανεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Γερανέᾱ | τοὺς | Γερανέᾱς |
κλητική ὦ! | Γερανεῦ | Γερανεῖς - Γερανῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γερανῆ1 ή Γερανεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Γερανέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερανεύς < Γεράν(εια) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΓερανεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από πόλη με την ονομασία Γεράνεια
Πηγές
επεξεργασία- Γερανεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.