↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γερανεύς οἱ Γερανεῖς - Γερανῆς*
      γενική τοῦ Γερανέως τῶν Γερανέων
      δοτική τῷ Γερανεῖ τοῖς Γερανεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Γερανέ τοὺς Γερανέᾱς
     κλητική ! Γερανεῦ Γερανεῖς - Γερανῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γεραν1 ή Γερανεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Γερανέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γερανεύς < Γεράν(εια) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Γερανεύς αρσενικό