γεράνια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝeˈɾa.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρά‐νια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
γεράνια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεράνι
Δείτε επίσης : Γεράνεια |
γεράνια ουδέτερο