γεράνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεράνι | τα | γεράνια |
γενική | του | γερανιού | των | γερανιών |
αιτιατική | το | γεράνι | τα | γεράνια |
κλητική | γεράνι | γεράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεράνι < (ελληνιστική κοινή) γεράνιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεράνι ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) μικρό καλλωπιστικό ποώδες φυτό (λατινικό όνομα Pelargonium zonale) με πλατιά οδοντωτά νεφροειδή φύλλα και άσπρα, ροζ ή κόκκινα άνθη.
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γεράνι στη Βικιπαίδεια