Βραβάντη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βραβάντη | οι | Βραβάντες |
γενική | της | Βραβάντης | των | Βραβαντών |
αιτιατική | τη | Βραβάντη | τις | Βραβάντες |
κλητική | Βραβάντη | Βραβάντες | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βραβάντη < (άμεσο δάνειο) ολλανδική Brabant + -η
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾaˈvan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρα‐βά‐ντη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒραβάντη θηλυκό
- ιστορική περιοχή της Ευρώπης, στις Κάτω Χώρες
- ※ Αντίκρισα ένα τοπίο με απαλή κυμάτωση, με ποτιστικά λιβάδια, οργωμένο χώμα ή χερσότοπο, με χιόνι που έλιωνε εδώ και κει να απλώνεται προς το βορρά εισχωρώντας στην επαρχία της Γουελδερλάνδης και νότια, στη Βραβάντη. (Πάτρικ Λη Φέρμορ (μτφ. Μαίρη Βοσταντζή), Η εποχή της δωρεάς, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2020), σελ. 29)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βραβάντη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βραβάντη
|