Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βραβάντη οι Βραβάντες
      γενική της Βραβάντης των Βραβαντών
    αιτιατική τη Βραβάντη τις Βραβάντες
     κλητική Βραβάντη Βραβάντες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση του δουκάτου της Βραβάντης το 1350.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βραβάντη < (άμεσο δάνειο) ολλανδική Brabant +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾaˈvan.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βρα‐βά‐ντη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βραβάντη θηλυκό

  • ιστορική περιοχή της Ευρώπης, στις Κάτω Χώρες
    ※  Αντίκρισα ένα τοπίο με απαλή κυμάτωση, με ποτιστικά λιβάδια, οργωμένο χώμα ή χερσότοπο, με χιόνι που έλιωνε εδώ και κει να απλώνεται προς το βορρά εισχωρώντας στην επαρχία της Γουελδερλάνδης και νότια, στη Βραβάντη. (Πάτρικ Λη Φέρμορ (μτφ. Μαίρη Βοσταντζή), Η εποχή της δωρεάς, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2020), σελ. 29)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία