Βουλγάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουλγάρα | οι | Βουλγάρες |
γενική | της | Βουλγάρας | — | |
αιτιατική | τη | Βουλγάρα | τις | Βουλγάρες |
κλητική | Βουλγάρα | Βουλγάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βουλγάρα < Βούλγαρ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vulˈɣa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βουλ‐γά‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒουλγάρα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Βούλγαρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βούλγαρος
Βουλγάρα
|