Βοσπορίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βοσπορίτης < αρχαία ελληνική Βοσπορίτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vo.spoˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βο‐σπο‐ρί‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒοσπορίτης αρσενικό (θηλυκό Βοσπορίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται την περιοχή του Βοσπόρου ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη Βόσπορος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βοσπορίτης
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βόσπορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βοσπορίτης | οἱ | Βοσπορῖται |
γενική | τοῦ | Βοσπορίτου | τῶν | Βοσποριτῶν |
δοτική | τῷ | Βοσπορίτῃ | τοῖς | Βοσπορίταις |
αιτιατική | τὸν | Βοσπορίτην | τοὺς | Βοσπορίτᾱς |
κλητική ὦ! | Βοσπορῖτᾰ | Βοσπορῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βοσπορίτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βοσπορίταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βοσπορίτης < Βόσπορ(ος) + -ίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΒοσπορίτης αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) → δείτε τη λέξη Βοσπορίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βόσπορος
Πηγές
επεξεργασία- Βοσπορίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.