Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαβυλώνα οι Βαβυλώνες
      γενική της Βαβυλώνας των Βαβυλωνών
    αιτιατική τη Βαβυλώνα τις Βαβυλώνες
     κλητική Βαβυλώνα Βαβυλώνες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τα τείχη της Βαβυλώνας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαβυλώνα < αρχαία ελληνική Βαβυλών < ακκαδική 𒆍𒀭𒊏𒆠 (Bābilim, πύλη του Θεού)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαβυλώνα θηλυκό

  • αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας
    ※  Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔτους διέφερε ἀπὸ ἡμερολόγιο σὲ ἡμερολόγιο. Στὴν Παλαιστίνη ἄρχιζε τὸ φθινόπωρο καὶ μόνο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Ὠσηέ (περὶ τὸ 748 π.Χ.), φαίνεται ὅτι μεταφέρθηκε στὴν ἄνοιξη, ὅπου καὶ παρέμεινε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βαβυλωνιακοῦ ἡμερολογίου ποὺ σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ εἰσέρχεται στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς χώρας καὶ ἰδιαίτερα μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ Βαβυλώνα τὸ 538 π.Χ. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τὰ τακτικὰ ὀνόματσ τῶν μηνῶν ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὰ βαβυλωνιακὰ ὀνόματα.
    Ιωάννης Μεϊμάρης, Η επίδραση του Μακεδονικού ημερολογίου στην Παλαιστίνη και την Επαρχία Αραβίας, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο: Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση: Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου, 15 - 17 Σεπτεμβρίου 1988, Αθήνα: 1989, σσ. 105-117

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)