Δείτε επίσης: Ἁρμαγεδών, Αρμαγεδδών, Αρμαγεδδώνας, Αρμαγεδώνας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρμαγεδών οι Αρμαγεδώνες
      γενική του Αρμαγεδώνος των Αρμαγεδώνων
    αιτιατική τον Αρμαγεδώνα τους Αρμαγεδώνες
     κλητική Αρμαγεδών Αρμαγεδώνες
Δείτε το αρχαίο Ἁρμαγεδών και τη νεότερη μορφή Αρμαγεδώνας.
Κατηγορία όπως «Αρμαγεδών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρμαγεδών < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἁρμαγεδών < εβραϊκή הַר מְגִדֹּו (har M'giddo, «Όρος της Μεγιδδώ» ή «Όρος Σύναξης Στρατευμάτων»)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.ma.ʝeˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐μα‐γε‐δών

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρμαγεδών αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (θρησκεία) βιβλικό όρος όπου σύμφωνα με προφητεία θα γίνει η τελική μάχη μεταξύ των δυνάμεων του καλού και του κακού (Αποκάλυψη του Ιωάννη, 16, 16)
  2. (μεταφορικά) καταστροφή και όλεθρος σε υπερβολικό βαθμό
    ※  Δεν υπάρχει plan B, ξεκαθάρισε ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης σε συνέντευξή του στη βρετανική εφημερίδα Guardian. «Συνεχώς ακούμε “αν δεν υπογράψετε, θα έρθει ο Αρμαγεδδών”. Η απάντησή μου είναι “ας έρθει”. Δεν υπάρχει σχέδιο υπαναχώρησης. Αυτό είναι το δικό μου plan B», ανέφερε χαρακτηριστικά. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία