Ἁρμαγεδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἁρμαγεδών | ||
γενική | τοῦ | Ἁρμαγεδῶνος | ||
δοτική | τῷ | Ἁρμαγεδῶνῐ | ||
αιτιατική | τὸν | Ἁρμαγεδῶνᾰ | ||
κλητική ὦ! | Ἁρμαγεδών | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἁρμαγεδών < (λόγιο δάνειο) εβραϊκή הַר מְגִדֹּו (har M'giddo, «Όρος της Μεγιδδώ» ή «Όρος Σύναξης Στρατευμάτων»)[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἉρμαγεδών, -ῶνος αρσενικό στον ενικό
- (ελληνιστική κοινή , θρησκεία) το βουνό Αρμαγεδών
- ※ Καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών. (Αποκάλυψη του Ιωάννη, 16, 16)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- Ἁρμαγεδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.