Αράχοβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αράχοβα | οι | Αράχοβες |
γενική | της | Αράχοβας | των | Αραχόβων |
αιτιατική | την | Αράχοβα | τις | Αράχοβες |
κλητική | Αράχοβα | Αράχοβες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αράχοβα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης о̀рахов (òrahov, καρυδένιος)[1] < σλαβικής προέλευσης о̀рах (ǒrax, καρυδιά) < πρωτοσλαβική *orěxъ (καρύδι, καρυδιά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *areyis-[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾa.xo.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρά‐χο‐βα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑράχοβα θηλυκό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Αράχωβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Σπανός Βασίλης, Οι οικισμοί της βορειοδυτικής Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατία από τον ιδʹ έως τον ιθʹ αιώνα. Εισαγωγή στην ιστορία της Θεσσαλίας από την ύστερη βυζαντινή εποχή έως τα τέλη του 19ου αιώνα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 485.
- ↑ Από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα και η αρχαία ελληνική ἄρυα.