αραχοβίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραχοβίτικος < Αραχοβίτ(ης) + -ικος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾa.xoˈvi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐χο‐βί‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
αραχοβίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Αράχοβα ή τους κατοίκους της
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Αράχοβα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραχοβίτικος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αραχοβίτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας