Αντιόχεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αντιόχεια | ||
γενική | της | Αντιόχειας | ||
αιτιατική | την | Αντιόχεια | ||
κλητική | Αντιόχεια | |||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αντιόχεια < ελληνιστική κοινή Ἀντιόχεια[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈo.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ντι‐ό‐χει‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αντιόχεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία πόλη της Συρίας, πλέον πόλη της Τουρκίας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αντάκια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αντιόχεια
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)