celeber
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- celeber < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kel- (οδηγώ) (συγγενικό με το celer) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱlew (ακούω) (συγγενές με το κλέος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈke.ɫe.ber/
Επίθετο
επεξεργασίαceleber, celebris, celebre
Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος
επεξεργασίαcelebrior |
celeberrimus
| |
celebriter |
celebrius |
celeberrime
|
- αγγλικά: celebrate, celebration
- γαλλικά: célèbre
- ισπανικά: célebre
- ιταλικά: celebre
- ρουμανικά: celebru
- τουρκικά: çelebi