Ετυμολογία

επεξεργασία
celeber < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kel- (οδηγώ) (συγγενικό με το celer) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱlew (ακούω) (συγγενές με το κλέος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈke.ɫe.ber/

  Επίθετο

επεξεργασία

celeber, celebris, celebre

  1. πολυσύχναστος
  2. πολυάριθμος
  3. εορτάσιμος, που εορτάζει
  4. ονομαστός, επιφανής, ένδοξος

Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος

επεξεργασία
celebrior
celeberrimus
celebriter
celebrius
celeberrime

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική celeberer celebris celebre celebrēs celebrēs celebria
γενική celebris celebris celebris celebrium celebrium celebrium
δοτική celebrī celebrī celebrī celebribus celebribus celebribus
αιτιατική celebrem celebrem celebre celebrēs celebrēs celebria
κλητική celeberer celebris celebre celebrēs celebrēs celebria
αφαιρετική celebri celebri celebri celebribus celebribus celebribus
(Τριτόκλιτα επίθετα)