↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Gott die Götter
γενική des Gottes
Gotts
der Götter
δοτική dem Gott
Gotte
den Göttern
αιτιατική den Gott die Götter

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Gott < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική got < παλαιά άνω γερμανική got [1] < πρωτογερμανική *guða- [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɔt/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Gott (de) αρσενικό (θηλυκό : Göttin)

  1. (θρησκεία) ο θεός, η θεότητα
    die zwölf Götter des Olymps
    οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου
     συνώνυμα: Gottheit
  2. (συγκεκριμένα στον μονοθεϊσμό) ο Θεός
    Glaubst du an Gott?
    Πιστεύεις στον Θεό;
     αντώνυμα: Teufel
  3. (μεταφορικά) πολύ ταλαντούχος άνθρωπος

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Gott behüte! - Θεός φυλάξοι!
  • Gott sei Dank - ευτυχώς, δόξα τω Θεώ
    Alles ist gut gegangen, Gott sei Dank. - Ευτυχώς/Δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά.
  • Gott weiß - ένας θεός ξέρει
    Sie sind jetzt Gott weiß wo. - Πού είναι τώρα αυτοί ένας θεός ξέρει.
  • Mein Gott - Θεέ μου
  • Um Gottes Willen! - Για όνομα του Θεού!

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Gott στη γερμανική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Gott - Duden online.
  2. Gott - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Gott αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Gott < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Gott αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Gott < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Gott αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]