ῥοικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥοικός | ἡ | ῥοική | τὸ | ῥοικόν |
γενική | τοῦ | ῥοικοῦ | τῆς | ῥοικῆς | τοῦ | ῥοικοῦ |
δοτική | τῷ | ῥοικῷ | τῇ | ῥοικῇ | τῷ | ῥοικῷ |
αιτιατική | τὸν | ῥοικόν | τὴν | ῥοικήν | τὸ | ῥοικόν |
κλητική ὦ! | ῥοικέ | ῥοική | ῥοικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ῥοικοί | αἱ | ῥοικαί | τὰ | ῥοικᾰ́ |
γενική | τῶν | ῥοικῶν | τῶν | ῥοικῶν | τῶν | ῥοικῶν |
δοτική | τοῖς | ῥοικοῖς | ταῖς | ῥοικαῖς | τοῖς | ῥοικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ῥοικούς | τὰς | ῥοικᾱ́ς | τὰ | ῥοικᾰ́ |
κλητική ὦ! | ῥοικοί | ῥοικαί | ῥοικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥοικώ | τὼ | ῥοικᾱ́ | τὼ | ῥοικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ῥοικοῖν | τοῖν | ῥοικαῖν | τοῖν | ῥοικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ῥοικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ῥοικός, -ή, -όν
- κυρτός, καμπουριαστός, κυρτωμένος, καμπύλος
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W[est] (D60, αλλού 58 / 166.2)
- οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ΄ ὑπεξυρημένον͵
ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν
ῥοικός͵ ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί͵ καρδίης πλέως.- Κείμενο, μεταφράσεις: Αρχίλοχος, τροχαϊκά τετράμετρα, διδακτικό εγχειρίδιο @greek-language.gr
- οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (Vectiarius), 22, @scaife.perseus
- Οἷσι δ ἂν ἀμφότερα οὕτως ἐκπέσῃ, τῶν ὀστέων ταὐτὰ παθήματα· εὔσαρκοι μὲν, πλὴν ἔσωθεν, ἐξεχέγλουτοι, ῥοικοὶ μηροὶ, ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 1.66.117, p.110 @scaife.perseus
- λωτὸς τὸ δένδρον φυτόν ἐστιν εὐμέγεθες, καρπὸν δὲ φέρει μείζονα πεπέρειως, γλυκύν, βρώσιμον, εὐστόμαχον, κοιλίας στεγνωτικόν. τῶν δὲ πρισμάτων τοῦ ξύλου τὸ ἀφέψημα πινόμενον καὶ ἐγκλυζόμενον βοηθεῖ δυσεντερικοῖς καὶ γυναιξὶ ῥοικαῖς.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W[est] (D60, αλλού 58 / 166.2)
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (ανατομία, ιατρική) (για πόδι) στρεβλότητα, κυρτότητα
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Σοφιστικοὶ Ἔλεγχοι κεφάλαιο 31 @scaife.perseus
- Τὸ γὰρ κοῖλον κοινῇ μὲν τὸ αὐτὸ δηλοῖ ἐπὶ τοῦ σιμοῦ καὶ τοῦ ῥοικοῦ, προστιθέμενον δὲ οὐδὲν κωλύει, ἀλλὰ τὸ μὲν τῇ ῥινὶ τὸ δὲ τῷ σκέλει συμβαίνει· ἔνθα μὲν γὰρ τὸ σιμόν, ἔνθα δὲ τὸ ῥαιβὸν σημαίνει·
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Σοφιστικοὶ Ἔλεγχοι κεφάλαιο 31 @scaife.perseus
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ῥοικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥοικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.