ὄζαινα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄζαινᾰ | αἱ | ὄζαιναι | ||||
γενική | τῆς | ὀζαίνης | τῶν | ὀζαινῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὀζαίνῃ | ταῖς | ὀζαίναις | ||||
αιτιατική | τὴν | ὄζαινᾰν | τὰς | ὀζαίνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὄζαινᾰ | ὄζαιναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀζαίνᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀζαίναιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄζαινα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄζαινα, -ης θηλυκό
- (ιατρική) ρινική νόσος με έκκριση πυώδους και δυσώδους υγρού
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3 @scaife.perseus
- Ἐκ μὲν τοῦ γένους τῶν παρὰ φύσιν ὄγκων οἱ πολύποδες ἐν ταῖς ῥισὶ γεννῶνται· κατὰ δὲ τὸ τῶν ἑλκώσεων αἱ ὄζαιναι·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3 @scaife.perseus
- (θαλάσσιο ζώο) θαλάσσιος πολύποδας που αναδύει έντονη οσμή
- ≈ συνώνυμα: ὀσμύλη, βολβίταινα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄζαινα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.