Ἀχιλλεύς
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Έλεγχος όλων των επικών τύπων. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀχιλλεύς | οἱ | Ἀχιλλεῖς - Ἀχιλλῆς* |
γενική | τοῦ | Ἀχιλλέως Ἀχιλλέος επικός Ἀχιλλῆος |
τῶν | Ἀχιλλέων |
δοτική | τῷ | Ἀχιλλεῖ | τοῖς | Ἀχιλλεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἀχιλλέᾱ | τοὺς | Ἀχιλλέᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀχιλλεῦ | Ἀχιλλεῖς - Ἀχιλλῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀχιλλῆ1 ή Ἀχιλλεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀχιλλέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀχιλλεύς άγνωστης ετυμολογίας. Ήδη μυκηναϊκή 𐀀𐀑𐀩𐀄 (a-ki-re-u). Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική . Παραδοσιακά, ετυμολογήθηκε ως < *ΑχιλᾱϜος[1] < ἄχος ή ἄχος (ἀχι-) + λαός[2]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈχιλλεύς, -έως αρσενικό
- ανδρικό όνομα, ο Αχιλλέας, όπως ο γιος του Πηλέα (Πηλείδης) και της θέτιδας, ή ο γιος του Αιακού (Αἰακίδης)
- (ελληνική μυθολογία) ημίθεος της ελληνικής μυθολογίας, ο γιος του Πηλέα (Πηλείδης)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ἀχιλλεύς - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
- ↑ G. Holland, "The name of Achilles", Glotta 71, 1993, 17-27
Πηγές
επεξεργασία- Ἀχιλλεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀχιλλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.