Ἀχιλλέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἀχιλλέων < Ἀχιλλε(ύς) + -ων
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈχιλλέων αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- Ἀχιλλέων - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven