ἄπεπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄπεπτος | τὸ | ἄπεπτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀπέπτου | τοῦ | ἀπέπτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀπέπτῳ | τῷ | ἀπέπτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄπεπτον | τὸ | ἄπεπτον | ||
κλητική ὦ! | ἄπεπτε | ἄπεπτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄπεπτοι | τὰ | ἄπεπτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀπέπτων | τῶν | ἀπέπτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπέπτοις | τοῖς | ἀπέπτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπέπτους | τὰ | ἄπεπτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄπεπτοι | ἄπεπτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπέπτω | τὼ | ἀπέπτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπέπτοιν | τοῖν | ἀπέπτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄπεπτος < ἄ- στερητικό + -πεπτος (< πέπτω)
Επίθετο
επεξεργασίαἄπεπτος, -ος, -ον, συγκριτικός :ἀπεπτότερος, υπερθετικός : ἀπεπτότατος
- (για τροφή) αμαγείρευτος, αχώνευτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De morbis popularibus, Epidemiarum, 1.13.2, p.686, @scaife.perseus
- ἀπὸ δὲ κοιλίης ἐρεθισμῷ σμικρῷ κόπρανα λεπτὰ, οἷα ἄπεπτα, πολλὰ διῄει μετὰ πόνου·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ τὰ δυσώδη, 13.4, p.908a @scaife.perseus
- τὰ δὲ ζῷα οὐ τοιαῦτά ἐστι καὶ θερμά, ὥστε αἵ τε περιττώσεις ἄπεπτοι καὶ δυσώδεις αὐτῶν εἰσίν καὶ διαφυσήσεις ὁμοίως·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De morbis popularibus, Epidemiarum, 1.13.2, p.686, @scaife.perseus
- (για άνθρωπο) που υποφέρει από δυσπεψία
- (για τόπους) εκεί όπου οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄπεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.