↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἄντῠγ
ονομαστική ἄντυξ αἱ ἄντυγες
      γενική τῆς ἄντυγος τῶν ἀντύγων
      δοτική τῇ ἄντυγ ταῖς ἄντυξ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄντυγ τὰς ἄντυγᾰς
     κλητική ! ἄντυξ ἄντυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄντυγε
γεν-δοτ τοῖν  ἀντύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄντυξ < λείπει η ετυμολογία[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄντῠξ θηλυκό

  1. το πλαίσιο, η άκρη κάποιου πράγματος (κυκλικού, σκαλισμένου κ.λπ.)
  2. (αστρονομία) πλανητική τροχιά
  3. ο σκελετός μιας λύρας
  4. ο δίσκος της σελήνης
  5. ἄντυγες: (συνεκδοχικά) το άρμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. Παλαιότερα θεωρούσαν ότι προερχόταν από την πρόθεση ἀνά και το επίθημα -τυξ < τεύχω, τετυκεῖν. Ο Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. όμως θεωρεί πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν…